πέταμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέταμα | τα | πετάματα |
γενική | του | πετάματος | των | πεταμάτων |
αιτιατική | το | πέταμα | τα | πετάματα |
κλητική | πέταμα | πετάματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πέταμα ουδέτερο
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πετώ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πέταμα