Δείτε επίσης: πέταγμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέταμα τα πετάματα
      γενική του πετάματος των πεταμάτων
    αιτιατική το πέταμα τα πετάματα
     κλητική πέταμα πετάματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πέταμα < πετώ + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πέταμα ουδέτερο

  1. εκτόξευση, ρίψη
  2. η απόρριψη πραγμάτων που δεν χρειαζόμαστε
     αντώνυμα: φύλαξη
  3. η δαπάνη που δεν είναι απαραίτητη
     συνώνυμα: ξόδεμα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη πετώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία