πετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πετώ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πετῶ, συνηρημένος τύπος του πετάω → και δείτε το νεοελληνικό πετάω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τώ
- τονικό παρώνυμο: πέτο
Ρήμα
επεξεργασίαπετώ
- παράλληλος τύπος του πετάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πετώ
|