Δείτε επίσης: πετῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
πετώ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πετῶ, συνηρημένος τύπος του πετάω  και δείτε το νεοελληνικό πετάω

πετώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία