πέτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέτο | τα | πέτα |
γενική | του | πέτου | των | πέτων |
αιτιατική | το | πέτο | τα | πέτα |
κλητική | πέτο | πέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική petto
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpe.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐το
- τονικό παρώνυμο: πετώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέτο ουδέτερο
- (ενδυμασία) το μέρος του σακακιού που διπλώνει στο στήθος και συνεχίζεται πίσω από το λαιμό για να σχηματίσει το γιακά
- ⮡ φορούσε ένα λουλούδι στο πέτο
- ※ Αυτή ήταν η κυρία Νίτσα, μητέρα Μενελάου, ιδιοκτήτρια βίλας με κοτέτσι. Μαλλί κόκαλο από τη λακ, δαντελένιο ταγέρ μαύρο, καρφίτσα στο πέτο, καλσόν με ραφή -για μεγαλύτερη επισημότητα- και παντούφλα λουστρίνι- για μεγαλύτερη άνεση (Μαίρη Κόντζογλου, Περπάτα με τον άγγελό σου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019)