Δείτε επίσης: πετώ
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέτο τα πέτα
      γενική του πέτου των πέτων
    αιτιατική το πέτο τα πέτα
     κλητική πέτο πέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πέτο σακακιού

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πέτο ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία