γιακάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γιακάς | οι | γιακάδες |
γενική | του | γιακά | των | γιακάδων |
αιτιατική | τον | γιακά | τους | γιακάδες |
κλητική | γιακά | γιακάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γιακάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική yaka + -ς
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγιακάς αρσενικό
- το τμήμα του ρούχου που βρίσκεται γύρω από το λαιμό
- παλιά οι γιαγιάδες κολλάρανε τους γιακάδες με ζάχαρη για να είναι πιο εμφανίσιμοι
- το πέτο (σε ρούχα όπως το σακκάκι, όπου ο γιακάς αποτελείται από το ίδιο κομμάτι υφάσματος με το πέτο)
- τον έπιασε από το γιακά
- (ναυτικός όρος) η πάνω διπλωμένη πλευρά του ιστίου (πανιού) προς ενίσχυσή του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- πιάνω κάποιον από τον γιακά: δείχνω επιθετική διάθεση εναντίον κάποιου
Μεταφράσεις
επεξεργασία γιακάς
|