↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιακάς οι γιακάδες
      γενική του γιακά των γιακάδων
    αιτιατική τον γιακά τους γιακάδες
     κλητική γιακά γιακάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
γιακάς (1) σε πουκάμισο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γιακάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική yaka +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝaˈkas/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γιακάς αρσενικό

  1. το τμήμα του ρούχου που βρίσκεται γύρω από το λαιμό
    παλιά οι γιαγιάδες κολλάρανε τους γιακάδες με ζάχαρη για να είναι πιο εμφανίσιμοι
  2. το πέτο (σε ρούχα όπως το σακκάκι, όπου ο γιακάς αποτελείται από το ίδιο κομμάτι υφάσματος με το πέτο)
    τον έπιασε από το γιακά
  3. (ναυτικός όρος) η πάνω διπλωμένη πλευρά του ιστίου (πανιού) προς ενίσχυσή του

Συνώνυμα

επεξεργασία

Υποκοριστικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία