χαρτογιακάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαρτογιακάς αρσενικό(θηλυκό χαρτογιακού)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαρτογιακάς
χαρτογιακάς αρσενικό(θηλυκό χαρτογιακού)