Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γραφειοκράτης οι γραφειοκράτες
      γενική του γραφειοκράτη των γραφειοκρατών
    αιτιατική τον γραφειοκράτη τους γραφειοκράτες
     κλητική γραφειοκράτη γραφειοκράτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γραφειοκράτης < γραφειοκρατ(ία) + -ης, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική bureaucrate < bureau + -crate (-κράτης)[1] Μορφολογικά αναλύεται σε γραφεί(ο) + -ο- + -κράτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣɾa.fi.oˈkɾa.tis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γραφειοκράτης αρσενικό (θηλυκό γραφειοκράτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία