γραφειοκράτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γραφειοκράτισσα < γραφειοκράτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγραφειοκράτισσα θηλυκό
- θηλυκό του γραφειοκράτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία γραφειοκράτισσα
γραφειοκράτισσα θηλυκό