γιακαδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιακαδάκι | τα | γιακαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γιακαδάκι | τα | γιακαδάκια |
κλητική | γιακαδάκι | γιακαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γιακαδάκι < γιακ(άς) + υποκοριστικό επίθημα -αδάκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιακαδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του γιακάς
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γιακάς
γιακαδάκι
|