Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -αδάκι τα -αδάκια
      γενική
    αιτιατική το -αδάκι τα -αδάκια
     κλητική -αδάκι -αδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-αδάκι < -άδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι (όπως πετράδι>πετραδάκι) ή < λέξεις που το θέμα τους λήγει σε -αδ- + -άκι (ντολμάδ+άκι) και επέκταση και σε άλλες (φτωχός>φτωχαδάκι) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈða.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -α‐δά‐κι

  Επίθημα επεξεργασία

-αδάκι

Δείτε επίσης επεξεργασία

Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αδάκι στο Βικιλεξικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία