↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτωχαδάκι τα φτωχαδάκια
      γενική
    αιτιατική το φτωχαδάκι τα φτωχαδάκια
     κλητική φτωχαδάκι φτωχαδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φτωχαδάκι < φτωχ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -αδάκι. [1] Δείτε και το μεσαιωνικό πτωχαδάκι, ἐπτωχαδάκι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fto.xaˈða.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτω‐χα‐δά‐κι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φτωχαδάκι ουδέτερο

  • (συναισθηματικό)[2] φτωχός (για να εκφράσουμε συμπάθεια ή λύπηση)
    ⮡  η Μαρία είναι φτωχαδάκι, ο Κώστας είναι φτωχαδάκι, το παιδί τους είναι φτωχαδάκι (για τα τρία γένη)
    ※  Ο φίλος του Γιάννη είναι φτωχαδάκι. Δωρεάν σπουδάζει, δωρεάν μένει στη Σχολή.
    Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Ελληνικός όρθρος, 1963 [μυθιστόρημα]
    ※  Μπαίνοντας η Κατερίνα άφησε ένα επιφώνημα θαυμασμού. «Φτωχαδάκι ο φίλος σου ε; Αυτό δεν είναι "διαμερισματάκι"”, είναι σωστό παλάτι».
    Τεύκρος Μιχαηλίδης, «Είναι + Φαίνεσθαι», συλλογικός τόμος: Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα: Ο ήρωας του Γιάννη Μαρή σε νέες περιπέτειες, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012, απόσπασμα@books.google

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. φτωχαδάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας