col
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- col < cou
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
col | cols |
col αρσενικό
- ο γιακάς
- repasser le col de la chemise - σιδερώνω τον γιακά του πουκαμίσου
- ο τράχηλος
- cancer du col de l'utérus - καρκίνος του τραχήλου της μήτρας
- η κλεισούρα
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcol (es)
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcol (ca)