Δείτε επίσης: Κλεισούρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλεισούρα οι κλεισούρες
      γενική της κλεισούρας
    αιτιατική την κλεισούρα τις κλεισούρες
     κλητική κλεισούρα κλεισούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. κλεισούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Ετυμολογία

επεξεργασία
κλεισούρα λέξη του 6ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική clausura / clusura (γενική σημασία) με παρετυμολογική σύνδεση προς το κλείνω (λατινική claudo[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλεισούρα θηλυκό

  • (γεωγραφία) στενό ορεινό πέρασμα
      11ος αιώνας Μιχαήλ Ατταλειάτης (1022-1080), Ἱστορία
    [...] ὑπερέβη τοὺς αὐλῶνας ἐκείνους καὶ τὰς κλεισούρας δι' ὧν ἡ Κοίλη Συρία τῆς Κιλικίας χωρίζεται.
    books.google Corpus scriptorum historiae byzantinae, Volume 47, έκδοση Deutsche Akademie der Wissenschaften zu Berlin, Bonnae, 1853, σελ. 120.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία