παρετυμολόγηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρετυμολόγηση | οι | παρετυμολογήσεις |
γενική | της | παρετυμολόγησης* | των | παρετυμολογήσεων |
αιτιατική | την | παρετυμολόγηση | τις | παρετυμολογήσεις |
κλητική | παρετυμολόγηση | παρετυμολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρετυμολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρετυμολόγηση < παρα- + ετυμολόγηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρετυμολόγηση θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρετυμολόγηση
|