παρετυμολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρετυμολογία < ελληνιστική κοινή παρετυμολογία ((σημασιολογικό δάνειο) ιταλική paretimologia)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρετυμολογία θηλυκό
- η λανθασμένη ετυμολογία μιας λέξης που βασίζεται σε συμπτωματικές ομοιότητες και όχι σε επιστημονική ανάλυση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- παρετυμολογικά / παρετυμολογικώς
- παρετυμολογικός
- παρετυμολογώ
- → δείτε τη λέξη ετυμολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρετυμολογία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παρετυμολογίᾱ | αἱ | παρετυμολογίαι |
γενική | τῆς | παρετυμολογίᾱς | τῶν | παρετυμολογιῶν |
δοτική | τῇ | παρετυμολογίᾳ | ταῖς | παρετυμολογίαις |
αιτιατική | τὴν | παρετυμολογίᾱν | τὰς | παρετυμολογίᾱς |
κλητική ὦ! | παρετυμολογίᾱ | παρετυμολογίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρετυμολογίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παρετυμολογίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρετυμολογία < παρά + ἐτυμολογία < ἐτυμολογέω < ἔτυμος + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρετυμολογία θηλυκό
- αναφορά στην ετυμολογία της λέξης
Σημειώσεις
επεξεργασία- δεν έχει σχέση με τη νέα ελληνική σημασία της λέξης