ἔτυμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔτυμος | ἡ | ἐτύμη | τὸ | ἔτυμον |
γενική | τοῦ/τῆς | ἐτύμου | τῆς | ἐτύμης | τοῦ | ἐτύμου |
δοτική | τῷ/τῇ | ἐτύμῳ | τῇ | ἐτύμῃ | τῷ | ἐτύμῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔτυμον | τὴν | ἐτύμην | τὸ | ἔτυμον |
κλητική ὦ! | ἔτυμε | ἐτύμη | ἔτυμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔτυμοι | αἱ | ἔτυμαι | τὰ | ἔτυμᾰ |
γενική | τῶν | ἐτύμων | τῶν | ἐτύμων | τῶν | ἐτύμων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐτύμοις | ταῖς | ἐτύμαις | τοῖς | ἐτύμοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐτύμους | τὰς | ἐτύμᾱς | τὰ | ἔτυμᾰ |
κλητική ὦ! | ἔτυμοι | ἔτυμαι | ἔτυμᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐτύμω | τὼ | ἐτύμᾱ | τὼ | ἐτύμω |
γεν-δοτ | τοῖν | ἐτύμοιν | τοῖν | ἐτύμαιν | τοῖν | ἐτύμοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔτυμος < ... ρίζα που απαντά και στο ἐτεός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἔτυμος, -ος, -ον (ῠ) (& σπάνια -ος, ἐτύμη, -ον, στον Όμηρο μόνο ουδέτερο)
- αληθινός, πραγματικός
- βέβαιος
- (πληθυντικός ουδετέρου) ἔτυμα: η αλήθεια
- (ενικός ουδετέρου) → δείτε τη λέξη ἔτυμον:
- (ελληνιστική σημασία) η αληθής σημασία ή αρχή μιας λέξης, η ετυμολογία
- (επιρρηματικά) πράγματι, όντως
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαστα νέα ελληνικά:
Πηγές
επεξεργασία- ἔτυμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔτυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.