ἐτεός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΔεν μαρτυρείται αρσενικό. | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐτεός | ἡ | ἐτεᾱ́ | τὸ | ἐτεόν |
γενική | τοῦ | ἐτεοῦ | τῆς | ἐτεᾶς | τοῦ | ἐτεοῦ |
δοτική | τῷ | ἐτεῷ | τῇ | ἐτεᾷ | τῷ | ἐτεῷ |
αιτιατική | τὸν | ἐτεόν | τὴν | ἐτεᾱ́ν | τὸ | ἐτεόν |
κλητική ὦ! | ἐτεέ | ἐτεᾱ́ | ἐτεόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἐτεοί | αἱ | ἐτεαί | τὰ | ἐτεᾰ́ |
γενική | τῶν | ἐτεῶν | τῶν | ἐτεῶν | τῶν | ἐτεῶν |
δοτική | τοῖς | ἐτεοῖς | ταῖς | ἐτεαῖς | τοῖς | ἐτεοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ἐτεούς | τὰς | ἐτεᾱ́ς | τὰ | ἐτεᾰ́ |
κλητική ὦ! | ἐτεοί | ἐτεαί | ἐτεᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐτεώ | τὼ | ἐτεᾱ́ | τὼ | ἐτεώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ἐτεοῖν | τοῖν | ἐτεαῖν | τοῖν | ἐτεοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐτεός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία*ἐτεός, ἐτεά, ἐτεόν (δε μαρτυρείται αρσενικό)
Σύνθετα
επεξεργασίασυγγενικά, παράγωγα και σύνθετα
- ἐτά (ουδέτερο πληθυντικός & επίρρημα)
- Ἐτεοβουτάδαι
- Ἐτεοβουτάδης
- ἐτεόδμως, ἐτεοδμώς
- Ἐτεόκλειος
- Ἐτεοκληείη
- Ἐτεοκλήειος, Ἐτεοκληεῖος
- Ἐτεοκλῆς
- Ἐτέοκλος
- Ἐτεόκρητες
- ἐτεόκριθος
- Ἐτεόνικος
- ἐτός (στη σημασία «αληθινός»)
Πηγές
επεξεργασία- ἐτεός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐτεός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.