Δεν μαρτυρείται αρσενικό.
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐτεός ἐτεᾱ́ τὸ ἐτεόν
      γενική τοῦ ἐτεοῦ τῆς ἐτεᾶς τοῦ ἐτεοῦ
      δοτική τῷ ἐτε τῇ ἐτε τῷ ἐτε
    αιτιατική τὸν ἐτεόν τὴν ἐτεᾱ́ν τὸ ἐτεόν
     κλητική ! ἐτεέ ἐτεᾱ́ ἐτεόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐτεοί αἱ ἐτεαί τὰ ἐτεᾰ́
      γενική τῶν ἐτεῶν τῶν ἐτεῶν τῶν ἐτεῶν
      δοτική τοῖς ἐτεοῖς ταῖς ἐτεαῖς τοῖς ἐτεοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐτεούς τὰς ἐτεᾱ́ς τὰ ἐτεᾰ́
     κλητική ! ἐτεοί ἐτεαί ἐτεᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐτεώ τὼ ἐτεᾱ́ τὼ ἐτεώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐτεοῖν τοῖν ἐτεαῖν τοῖν ἐτεοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐτεός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

*ἐτεός, ἐτεά, ἐτεόν (δε μαρτυρείται αρσενικό)

συγγενικά, παράγωγα και σύνθετα