αυθεντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυθεντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὐθεντικός < αρχαία ελληνική αὐθέντης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.fθen.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐θε‐ντι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
αυθεντικός, ή, -ό
- (για έργα τέχνης και εμπορικά προϊόντα) που δημιουργήθηκε πράγματι από τον ίδιο τον κατονομαζόμενο ως δημιουργό του και δεν αποτελεί αντίγραφο
- που έχει έγκυρη προέλευση