authentic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | authentic |
συγκριτικός | more authentic |
υπερθετικός | most authentic |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɒ.ˈθɛn.tɪk/ & /ɔ.ˈθɛn.tɪk/
- ⓘ
Ετυμολογία
επεξεργασία- authentic < λατινική authenticus < ελληνιστική κοινή αὐθεντικός < αρχαία ελληνική αὐθέντης
Επίθετο
επεξεργασίαauthentic (en)
- αυθεντικός, γνήσιος, που προέρχεται πραγματικά από εκείνον στον οποίο τον αποδίδουμε
- ⮡ an authentic (painting by) Greco - αυθεντικός (πίνακας του) Γκρέκο
- ⮡ an authentic document/manuscript - αυθεντικό έγγραφο/χειρόγραφο
- ⮡ an authentic signature - γνήσια υπογραφή
- αυθεντικός, αληθινός και ακριβής
- ⮡ authentic love/loyalty - αυθεντική αγάπη/πίστη
- αυθεντικός, που είναι ακριβώς το ίδιο με το πρωτότυπο
- ⮡ authentic folk songs - αυθεντικά λαϊκά τραγούδια