inauthentic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | inauthentic |
συγκριτικός | more inauthentic |
υπερθετικός | most inauthentic |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαinauthentic (en)
- μη αυθεντικός, ανειλικρινής, που δεν είναι αυτό που κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι· που δεν μπορώ να πιστέψω ή να βασιστώ
- ⮡ The restaurant offers an inauthentic interpretation of Greek cuisine.
- Το εστιατόριο προσφέρει μια μη αυθεντική εκδοχή της ελληνικής κουζίνας.
- ⮡ The painting was found to be inauthentic.
- Ο πίνακας κρίθηκε ως μη αυθεντικός.
- ⮡ His apology seemed inauthentic and forced.
- Η συγγνώμη του φάνηκε ανειλικρινής και προσποιητή.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fake
- ≠ αντώνυμα: authentic
- ⮡ The restaurant offers an inauthentic interpretation of Greek cuisine.