fake
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
fake (en)
Αντώνυμα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fake (en)
- το κόλπο
- η απομίμηση, το πλαστό αντίγραφο
- (αθλητισμός) η προσποίηση (σε μία ποδοσφαιρική τρίπλα)
Ρήμα επεξεργασία
fake (en)
- εξαπατώ, κλέβω
- κάνω, φτιάχνω
- απομιμούμαι, αντιγράφω κάτι δημιουργώντας μια πλαστή απομίμηση
- προσποιούμαι