fake
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fake |
συγκριτικός | faker |
υπερθετικός | fakest |
fake (en)
- (κακόσημο) πλαστός, κίβδηλος, ψεύτικος, ψευδής, που δεν είναι αυτό που κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι· που φαίνεται να είναι κάτι που δεν είναι
- ↪ fake passports/works of art - πλαστά διαβατήρια/έργα τέχνης
- ↪ His is fake through and through.
- Είναι κίβδηλος ως το κόκκαλο.
- ↪ Everything about him is fake.
- Όλα πάνω του είναι ψεύτικα.
- ↪ Fake news spreads instantly across social media.
- Οι ψευδείς ειδήσεις εξαπλώνονται αμέσως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fake | fakes |
fake (en)
- η απομίμηση, ο κίβδηλος, ο ψεύτικος, ένα αντικείμενο όπως ένα έργο τέχνης, ένα νόμισμα ή ένα κόσμημα που δεν είναι αυτό που κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι, αλλά έχει φτιαχτεί σαν να είναι
- ↪ It’s not a genuine Gauguin, it’s a fake.
- Δεν είναι γνήσιος Γκωγκέν, είναι απομίμηση.
- ↪ This painting is a fake.
- Αυτός ο πίνακας είναι κίβδηλος/ψεύτικος.
- ↪ It’s not a genuine Gauguin, it’s a fake.
- (αθλητισμός) η προσποίηση (σε μία ποδοσφαιρική τρίπλα)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fakes |
αόριστος | faked |
παθητική μετοχή | faked |
ενεργητική μετοχή | faking |
fake (en)
- εξαπατώ, κλέβω
- κάνω, φτιάχνω
- απομιμούμαι, αντιγράφω κάτι δημιουργώντας μια πλαστή απομίμηση
- προσποιούμαι