αὐθέντης
Ετυμολογία
επεξεργασία- αὐθέντης < αρχαία ελληνική αὐθέντης
Ουσιαστικό
επεξεργασίααὐθέντης αρσενικό
- άρχοντας
- ※ 15ος αιώνας ⌘ Γεώργιος Σφραντζής, Chronicon Macario Melisseno @catholiclibrary.org
- Ταῦτα δὲ ἐπιτροπικῶς ἤρχετο, τοῦ μεγάλου πρωτοστράτορος Νικηφόρου τοῦ Μελισσηνοῦ ὄντα, ὃν διὰ τὴν ποικιλότητα τῆς φρονήσεως καὶ τὸ ὄξυ τῆς διανοίας καὶ εἰς τὰ πάντα δεξιώτατον καινοτέροις πείθεσθαι πράγμασι καὶ Μελισσουργὸν ἐπωνόμαζον· διστρισέγγονος γὰρ ἦν τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου Νικηφόρου καίσαρος τοῦ Μελισσηνοῦ, αὐθένται ὄντες ἔκπαλαι καὶ ἐξ ἀρχῆς τῆς πόλεως Αἴνου καὶ πάσης ἑαυτῆς παροικίας καὶ Μεσσηνιακοῦ τοῦ ἐν τῇ Πελοποννήσῳ κόλπου.
- ※ 15ος αιώνας ⌘ Γεώργιος Σφραντζής, Chronicon Macario Melisseno @catholiclibrary.org
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αὐθέντης | οἱ | αὐθένται |
γενική | τοῦ | αὐθέντου | τῶν | αὐθεντῶν |
δοτική | τῷ | αὐθέντῃ | τοῖς | αὐθένταις |
αιτιατική | τὸν | αὐθέντην | τοὺς | αὐθέντᾱς |
κλητική ὦ! | αὐθέντᾰ | αὐθένται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐθέντᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αὐθένταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αὐθέντης < αὐτός + *ἕντης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *senh₁- (ετοιμάζω, επιτυγχάνω) + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίααὐθέντης αρσενικό
- αυτός που διαπράττει μια πράξη (ιδίως έναν φόνο) με τα ίδια του τα χέρια
- αυτός που αυτοκτονεί
- ο αυθέντης, ο απόλυτος άρχοντας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αὐθέντης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐθέντης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.