ιδίως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ιδίως, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ἰδίως
Προφορά
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
ιδίως
- σε μεγαλύτερο βαθμό, πολύ περισσότερο, προπάντων, κυρίως
- δεν περίμενα τέτοια συμπεριφορά και ιδίως από σένα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιδίως