Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδίως, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ἰδίως

Επίρρημα

επεξεργασία

ιδίως

  1. σε μεγαλύτερο βαθμό, πολύ περισσότερο, προπάντων, κυρίως
    δεν περίμενα τέτοια συμπεριφορά και ιδίως από σένα

Μεταφράσεις

επεξεργασία