especially
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαespecially (en)
- ειδικά, για συγκεκριμένο σκοπό, άνθρωπο κτλ.
- ⮡ I came here especially to see you.
- Ήρθα εδώ ειδικά για να σε δω.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη specifically
- ⮡ I came here especially to see you.
Πηγές
επεξεργασία- especially - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 261. ISBN 9780194325684., λήμμα: ειδικός