Ετυμολογία

επεξεργασία
especially < especial + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

especially (en)

  • ειδικά, για συγκεκριμένο σκοπό, άνθρωπο κτλ.
    ⮡  I came here especially to see you.
    Ήρθα εδώ ειδικά για να σε δω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη specifically