παραθετικά
θετικός specifically
συγκριτικός more specifically
υπερθετικός most specifically

  Ετυμολογία

επεξεργασία
specifically < specific + -ally

  Επίρρημα

επεξεργασία

specifically (en)

  1. ειδικά, συνδέεται ή προορίζεται για ένα συγκεκριμένο πράγμα μόνο
    ⮡  I came here specifically to see you.
    Ήρθα εδώ ειδικά για να σε δω.
  2. συγκεκριμένα, ειδικά, με λεπτομερή και ακριβή τρόπο
    ⮡  The minister spoke about the economy and specifically referred to the problems of its modernization.
    Ο υπουργός μίλησε για την οικονομία και αναφέρθηκε συγκεκριμένα στα προβλήματα του εκσυγχρονισμού της.
    ⮡  He specifically denounced the cases of torture.
    Κατάγγειλε ειδικά τις περιπτώσεις βασανισμού.

Συνώνυμα

επεξεργασία