specifically
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | specifically |
συγκριτικός | more specifically |
υπερθετικός | most specifically |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαspecifically (en)
- ειδικά, συνδέεται ή προορίζεται για ένα συγκεκριμένο πράγμα μόνο
- ⮡ I came here specifically to see you.
- Ήρθα εδώ ειδικά για να σε δω.
- ⮡ I came here specifically to see you.
- συγκεκριμένα, ειδικά, με λεπτομερή και ακριβή τρόπο
- ⮡ The minister spoke about the economy and specifically referred to the problems of its modernization.
- Ο υπουργός μίλησε για την οικονομία και αναφέρθηκε συγκεκριμένα στα προβλήματα του εκσυγχρονισμού της.
- ⮡ He specifically denounced the cases of torture.
- Κατάγγειλε ειδικά τις περιπτώσεις βασανισμού.
- ⮡ The minister spoke about the economy and specifically referred to the problems of its modernization.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- specifically - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 261. ISBN 9780194325684., λήμμα: ειδικός