particularly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- particularly < particular + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαparticularly (en) (χωρίς παραθετικά)
- συγκεκριμένα
- ⮡ The minister spoke about the economy and referred to, particularly, the problems of its modernization.
- Ο υπουργός μίλησε για την οικονομία και αναφέρθηκε συγκεκριμένα στα προβλήματα του εκσυγχρονισμού της.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη specifically
- ⮡ The minister spoke about the economy and referred to, particularly, the problems of its modernization.
- ιδιαιτέρως, ιδιαίτερα