Ετυμολογία

επεξεργασία
particularly < particular + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

particularly (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. συγκεκριμένα
    ⮡  The minister spoke about the economy and referred to, particularly, the problems of its modernization.
    Ο υπουργός μίλησε για την οικονομία και αναφέρθηκε συγκεκριμένα στα προβλήματα του εκσυγχρονισμού της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη specifically
  2. ιδιαιτέρως, ιδιαίτερα