in particular
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- in particular < → δείτε τις λέξεις in και particular
Έκφραση
επεξεργασίαin particular (en)
- (ιδιωματισμός) συγκεκριμένα, το συγκεκριμένο, και μάλιστα
- ⮡ I am not thinking of anything in particular.
- Δε σκέφτομαι τίποτα το συγκεκριμένο.
- ⮡ In summer, in particular August, it’s sweltering hot.
- Το καλοκαίρι, και μάλιστα τον Αύγουστο, η ζέστη είναι φοβερή.
- ⮡ He likes to be of help to others, in particular when they are a friend.
- Του αρέσει να εξυπηρετεί τον άλλον, όταν μάλιστα είναι φίλος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη specifically
- ⮡ I am not thinking of anything in particular.
Πηγές
επεξεργασία- particular (idioms): in particular - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 521, 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: μάλιστα, συγκεκριμένος