expressly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαexpressly (en) (χωρίς παραθετικά, επίσημο)
- ρητά
- ⮡ He had been expressly forbidden to go out.
- Του είχε ρητά απαγορευθεί να βγει έξω.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explicitly
- ⮡ He had been expressly forbidden to go out.
- ειδικά
- ⮡ He expressly denounced the cases of torture.
- Κατάγγειλε ειδικά τις περιπτώσεις βασανισμού.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη specifically
- ⮡ He expressly denounced the cases of torture.