Ετυμολογία

επεξεργασία
expressly < express + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

expressly (en) (χωρίς παραθετικά, επίσημο)

  1. ρητά
    ⮡  He had been expressly forbidden to go out.
    Του είχε ρητά απαγορευθεί να βγει έξω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explicitly
  2. ειδικά
    ⮡  He expressly denounced the cases of torture.
    Κατάγγειλε ειδικά τις περιπτώσεις βασανισμού.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη specifically