ρητά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ρητά < ρητός
Επίρρημα επεξεργασία
ρητά
- έχοντας πει κάτι ανοιχτά και με σαφήνεια
- σας το λέω ρητά και κατηγορηματικά
- έχω εκφράσει ρητά την αντίθεσή μου με το σχέδιο αυτό
- όταν μεταφέρεται εντός εισαγωγικών αυτούσια φράση
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρητά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ρητά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ρητό