Ετυμολογία

επεξεργασία

ρητά < ρητός

  Επίρρημα

επεξεργασία

ρητά

  1. έχοντας πει κάτι ανοιχτά και με σαφήνεια
    • σας το λέω ρητά και κατηγορηματικά
    • έχω εκφράσει ρητά την αντίθεσή μου με το σχέδιο αυτό
  2. όταν μεταφέρεται εντός εισαγωγικών αυτούσια φράση

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ρητά