Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρητά < ρητός

  Επίρρημα επεξεργασία

ρητά

  1. έχοντας πει κάτι ανοιχτά και με σαφήνεια
    • σας το λέω ρητά και κατηγορηματικά
    • έχω εκφράσει ρητά την αντίθεσή μου με το σχέδιο αυτό
  2. όταν μεταφέρεται εντός εισαγωγικών αυτούσια φράση

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ρητά