ρητός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ρητός, -ή, -ό
- που έχει ειπωθεί, που έχει ορισθεί κατηγορηματικά και με σαφήνεια
- σου το απαγόρευσα ρητά
- (μαθηματικά) κάθε αριθμός που ανήκει στο σύνολο Q, δηλαδή που μπορεί να αποδοθεί με μορφή κλάσματος, αρκεί οι δύο όροι να είναι ακέραιοι αριθμοί και ο παρονομαστής να μην είναι το μηδέν
- Ο αριθμός είναι ρητός
Επεξεργασία
- ρητό (ρητόν)
- ρήτορας
- ρητορεία
- ρητορεύω
- ρητορικά (ρητορικώς)
- ρητορικός
- ρητορικότητα (ρητορικότης)
- ρητορισμός
- ρήτρα
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προφορικός