Δείτε επίσης: ῥητός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρητός η ρητή το ρητό
      γενική του ρητού της ρητής του ρητού
    αιτιατική τον ρητό τη ρητή το ρητό
     κλητική ρητέ ρητή ρητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρητοί οι ρητές τα ρητά
      γενική των ρητών των ρητών των ρητών
    αιτιατική τους ρητούς τις ρητές τα ρητά
     κλητική ρητοί ρητές ρητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρητός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥητός < → δείτε εἴρω
για τα μαθηματικά < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rationnel [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾiˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρη‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

ρητός, -ή, -ό

  1. που έχει ειπωθεί, που έχει ορισθεί κατηγορηματικά και με σαφήνεια
    ⮡  σου το απαγόρευσα ρητά
  2. (μαθηματικά) → δείτε τη λέξη ρητός αριθμός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία