rational
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɹæʃ(ə)nəl/ (ΗΠΑ)
Επίθετο επεξεργασία
rational (en)
- ορθολογικός
- (μαθηματικά, αριθμητική) ρητός αριθμός
- δείτε επίσης: Rational number στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αντώνυμα επεξεργασία
- (μαθηματικά) irrational
Δείτε επίσης επεξεργασία
- rational στην αγγλική Βικιπαίδεια