πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρήτορας οι ρήτορες
      γενική του ρήτορα των ρητόρων
    αιτιατική τον ρήτορα τους ρήτορες
     κλητική ρήτορα ρήτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρήτορας αρσενικό

  1. ο ομιλητής· που εκφωνεί ένα λόγο, π.χ. στη Βουλή ή σε δικαστήριο ή από τον άμβωνα ή σε εορτασμούς
      Ὁ Χάρος ὁ ἀχόρταγος τὸν βρῆκε / ἀπὸ πιοτὰ διάφορα στουπί, / καὶ ρήτορας κανένας δὲν ἐβγῆκε / τὰ τόσα θαύματά του νὰ μᾶς πῇ. (Γεώργιος Σουρής, Ο Μπουρδούσης, 1883)
  2. ο ικανός ομιλητής
  3. (επάγγελμα) ο δάσκαλος της ρητορικής τέχνης

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία