ρητορεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ρητορεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥητορεία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾi.toˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρη‐το‐ρεί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρητορεία θηλυκό
- ικανότητα του ρήτορα
- η τέχνη της ρητορικής
- (ειρωνικά, συνήθως στον πληθυνικό) στομφώδη λόγια, που όμως δεν έχουν πολλή σημασία, κούφια μεγάλα λόγια
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ρήτορας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρητορεία