παραθετικά
θετικός explicit
συγκριτικός more explicit
υπερθετικός most explicit

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪkˈsplɪsɪt,ɛk-/

  Επίθετο

επεξεργασία

explicit (en)

  1. ρητός, σαφής, κατηγορηματικός, απερίφραστος, που είναι ξεκάθαρο και κατανοητό, ώστε να μην έχω καμία αμφιβολία για το τι σημαίνει
    ⮡  an explicit agreement - ρητή συμφωνία
    ⮡  explicit instructions - σαφείς οδηγίες
    ⮡  He was explicit about it.
    Ήταν κατηγορηματικός πάνω σ' αυτό.
    ⮡  an explicit refusal - απερίφραστη άρνηση
     συνώνυμα:  categorical, clear, direct, express, unambiguous και unequivocal
     αντώνυμα: implicit
  2. (ευφημισμός, συνήθως κακόσημο) χυδαίος, άσεμνος, τολμηρός, που περιγράφει ή δείχνει κάτι, ειδικά τη σεξουαλική δραστηριότητα, αναλυτικά
    ⮡  explicit language - χυδαία γλώσσα
    ⮡  explicit songs - άσεμνα τραγούδια
    ⮡  a magazine with explicit photos - περιοδικό με τολμηρές φωτογραφίες
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obscene