explicit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | explicit |
συγκριτικός | more explicit |
υπερθετικός | most explicit |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɪkˈsplɪsɪt,ɛk-/
Επίθετο
επεξεργασίαexplicit (en)
- ρητός, σαφής, κατηγορηματικός, απερίφραστος, που είναι ξεκάθαρο και κατανοητό, ώστε να μην έχω καμία αμφιβολία για το τι σημαίνει
- ⮡ an explicit agreement - ρητή συμφωνία
- ⮡ explicit instructions - σαφείς οδηγίες
- ⮡ He was explicit about it.
- Ήταν κατηγορηματικός πάνω σ' αυτό.
- ⮡ an explicit refusal - απερίφραστη άρνηση
- ≈ συνώνυμα: categorical, clear, direct, express, unambiguous και unequivocal
- ≠ αντώνυμα: implicit
- (ευφημισμός, συνήθως κακόσημο) χυδαίος, άσεμνος, τολμηρός, που περιγράφει ή δείχνει κάτι, ειδικά τη σεξουαλική δραστηριότητα, αναλυτικά