categorical
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | categorical |
συγκριτικός | more categorical |
υπερθετικός | most categorical |
Επίθετο
επεξεργασίαcategorical (en) (συνήθως πριν από το ουσιαστικό, επίσημο)
- κατηγορηματικός
- ⮡ a categorical answer - κατηγορηματική απάντηση