categorically
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | categorically |
συγκριτικός | more categorically |
υπερθετικός | most categorically |
Ετυμολογία
επεξεργασία- categorically < categorical + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαcategorically (en)
- (επίσημο) κατηγορηματικά
- ⮡ She categorically refused.
- Αρνήθηκε κατηγορηματικά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explicitly
- ⮡ She categorically refused.