obscene
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | obscene |
συγκριτικός | obscener / more obscene |
υπερθετικός | obscenest / most obscene |
Επίθετο
επεξεργασίαobscene (en)
- χυδαίος, αισχρός, άσεμνος, πρόστυχος, συνδέονται με το σεξ με τρόπο που οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκουν προσβλητικό
- ⮡ obscene words/phrases - χυδαίες λέξεις/εκφράσεις
- ⮡ an obscene novel/film - αισχρό μυθιστόρημα/φιλμ
- ⮡ obscene gestures/suggestions - αισχρές χειρονομίες/προτάσεις
- ⮡ obscene words/innuendos - αισχρά λόγια/υπονοούμενα
- ⮡ obscene photos/acts - άσεμνες φωτογραφίες/πράξεις
- ⮡ obscene jokes - άσεμνα/πρόστυχα αστεία
- ≈ συνώνυμα: dirty, explicit, filthy, gross, indecent, lewd, naughty, off-colour, racy, risqué, salacious, smutty, nasty και vulgar
- υπερβολικός, με τρόπο που οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκουν απαράδεκτο και προσβλητικό