Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός indecent
συγκριτικός more indecent
υπερθετικός most indecent

  Ετυμολογία επεξεργασία

indecent < in- + decent

  Επίθετο επεξεργασία

indecent (en)

  1. χυδαίος, άσεμνος, για συμπεριφορά, λόγια, κτλ. που θεωρείται ηθικά προσβλητική, ειδικά επειδή συνεπάγομαι σεξ ή γυμνότητα
    indecent words/expressions/gestures - χυδαίες λέξεις/εκφράσεις/χειρονομίες
    indecent behavior - άσεμνη συμπεριφορά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obscene
  2. τολμηρός, για ρούχα που δείχνουν μέρη του σώματος που συνήθως καλύπτονται
    an indecent blouse/skirt - τολμηρή μπλούζα/φούστα
    an indecent neckline - τολμηρό ντεκολτέ
  3. απρεπές, δεν είναι κατάλληλο
    It is indecent to talk rudely to your parents.
    Είναι απρεπές να μιλάς με αυθάδεια στους γονείς σου.

  Πηγές επεξεργασία