indecent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | indecent |
συγκριτικός | more indecent |
υπερθετικός | most indecent |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαindecent (en)
- χυδαίος, άσεμνος, για συμπεριφορά, λόγια, κτλ. που θεωρείται ηθικά προσβλητική, ειδικά επειδή συνεπάγομαι σεξ ή γυμνότητα
- τολμηρός, για ρούχα που δείχνουν μέρη του σώματος που συνήθως καλύπτονται
- ⮡ an indecent blouse/skirt - τολμηρή μπλούζα/φούστα
- ⮡ an indecent neckline - τολμηρό ντεκολτέ
- απρεπές, δεν είναι κατάλληλο
- ⮡ It is indecent to talk rudely to your parents.
- Είναι απρεπές να μιλάς με αυθάδεια στους γονείς σου.
- ⮡ It is indecent to talk rudely to your parents.