Δείτε επίσης: αἰσχρός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αισχρός η αισχρή το αισχρό
      γενική του αισχρού της αισχρής του αισχρού
    αιτιατική τον αισχρό την αισχρή το αισχρό
     κλητική αισχρέ αισχρή αισχρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αισχροί οι αισχρές τα αισχρά
      γενική των αισχρών των αισχρών των αισχρών
    αιτιατική τους αισχρούς τις αισχρές τα αισχρά
     κλητική αισχροί αισχρές αισχρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αισχρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰσχρός

  Επίθετο

επεξεργασία

αισχρός, -ή, -ό

  1. που είναι κατάφωρα αντίθετος με τους ηθικούς κανόνες και προκαλεί ντροπή
    ⮡  αυτός είναι ένας αισχρός συκοφάντης
    ⮡  αισχρή ενέργεια
  2. που προσβάλλει τα γενετήσια ήθη, άσεμνος
  3. (για αντικείμενα) απαράδεκτος λόγω της πολύ χαμηλής του ποιότητας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία