Δείτε επίσης: αἶσχρος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική αἰσχρός αἰσχρᾱ́
αἰσχρός
τὸ αἰσχρόν
      γενική τοῦ αἰσχροῦ τῆς αἰσχρᾶς
αἰσχροῦ
τοῦ αἰσχροῦ
      δοτική τῷ αἰσχρ τῇ αἰσχρ
αἰσχρ
τῷ αἰσχρ
    αιτιατική τὸν αἰσχρόν τὴν αἰσχρᾱ́ν
αἰσχρόν
τὸ αἰσχρόν
     κλητική ! αἰσχρέ αἰσχρᾱ́
αἰσχρέ
αἰσχρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ αἰσχροί αἱ αἰσχραί
αἰσχροί
τὰ αἰσχρᾰ́
      γενική τῶν αἰσχρῶν τῶν αἰσχρῶν
αἰσχρῶν
τῶν αἰσχρῶν
      δοτική τοῖς αἰσχροῖς ταῖς αἰσχραῖς
αἰσχροῖς
τοῖς αἰσχροῖς
    αιτιατική τοὺς αἰσχρούς τὰς αἰσχρᾱ́ς
αἰσχρούς
τὰ αἰσχρᾰ́
     κλητική ! αἰσχροί αἰσχραί
αἰσχροί
αἰσχρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αἰσχρώ τὼ αἰσχρᾱ́
αἰσχρώ
τὼ αἰσχρώ
      γεν-δοτ τοῖν αἰσχροῖν τοῖν αἰσχραῖν
αἰσχροῖν
τοῖν αἰσχροῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μοχθηρός' όπως «μοχθηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰσχρός < αἶσχ(ος) + -ρός [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

αἰσχρός, -ά, -όν & -ός, -ός, -όν, συγκριτικός:αἰσχίων/αἰσχρότερος, υπερθετικός: αἴσχιστος/αἰσχρότατος

  1. υβριστικός, κακός
    ⮡  τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰσχρόν
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 3, 1117b
    εἰ δὴ τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ περὶ τὴν ἀνδρείαν, ὁ μὲν θάνατος καὶ τὰ τραύματα λυπηρὰ τῷ ἀνδρείῳ καὶ ἄκοντι ἔσται, ὑπομενεῖ δὲ αὐτὰ ὅτι καλὸν ἢ ὅτι αἰσχρὸν τὸ μή.
    Αν λοιπόν κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση της ανδρείας, ο θάνατος και τα τραύματα θα είναι, και αυτά, βασανιστικά και οδυνηρά για τον ανδρείο και αντίθετα με τη θέλησή του, θα τα υπομείνει όμως, γιατί είναι ωραίο το να ενεργήσει έτσι ή γιατί είναι άσχημο το να μην ενεργήσει με αυτόν τον τρόπο.
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. που φέρνει ατίμωση, ατιμωτικός, ντροπή, ντροπιαστικός, που φέρνει αισχύνη, επονείδιστος, επαίσχυντος
    ⮡  αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ πράγματ᾽ ἐκδιδάσκεται
  3. άσχημος, παραμορφωμένος
    ⮡  αἰσχρῶς χωλός
    ⮡  αἰσχρὸν καὶ ἄτεχνον

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα με αἰσχρ-

και

για θέματα με αἰσχυν- αἰσχυντ- → δείτε τη λέξη αἰσχύνω
→ και δείτε τη λέξη αἶσχος

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αισχρός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.