• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ατίμωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Συγγενικά
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατίμωση οι ατιμώσεις
      γενική της ατίμωσης* των ατιμώσεων
    αιτιατική την ατίμωση τις ατιμώσεις
     κλητική ατίμωση ατιμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ατιμώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ατίμωση < αρχαία ελληνική ἀτίμωσις

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ατίμωση θηλυκό

  • η προσβολή ή αφαίρεση της τιμής, της αξίας, της αξιοπρέπειας και της υπόληψης ενός ατόμου

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ατίμασμα
  • ατιμασμός

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • εξευτελισμός
  • ντρόπιασμα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις ατιμάζω και τιμή

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ατίμωση
  • γαλλικά : infamie (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ατίμωση&oldid=5459291"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 13:21

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 13:21.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας