υπόληψη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπόληψη | οι | υπολήψεις |
γενική | της | υπόληψης* | των | υπολήψεων |
αιτιατική | την | υπόληψη | τις | υπολήψεις |
κλητική | υπόληψη | υπολήψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπολήψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπόληψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπόληψις[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈpo.li.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πό‐λη‐ψη
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπόληψη θηλυκό
- η καλή εικόνα που έχουν οι άλλοι για κάποιον, η καλή φήμη
- ↪ μου θίγεις την τιμή και την υπόληψή μου
Εκφράσεις επεξεργασία
- έχω κάποιον σε υπόληψη : τον εκτιμώ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπόληψη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ υπόληψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας