ενεστώτας regard
γ΄ ενικό ενεστώτα regards
αόριστος regarded
παθητική μετοχή regarded
ενεργητική μετοχή regarding

regard (en)

  • περνάω, θεωρώ, σκέφτομαι κάποιον ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  He is regarded as an expert.
    Περνάει/Περνιέται για ειδικός.
    ⮡  Do you still regard him as your friend?
    Τον θεωρείς ακόμα φίλο σου;



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
regard regards

regard (fr) αρσενικό

  1. το βλέμμα, η ματιά
  2. το άνοιγμα (π.χ. σε σωληνώσεις, υπόγειο, υπονόμους, φούρνο) που επιτρέπει τον έλεγχο καλής λειτουργίας και, ενδεχομένως, την επισκευή