ματιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ματιά | οι | ματιές |
γενική | της | ματιάς | των | ματιών |
αιτιατική | τη | ματιά | τις | ματιές |
κλητική | ματιά | ματιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ματιά < μάτι
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ματιά θηλυκό
- το βλέμμα
- του έριξε μια ματιά που εννοούσε πολλά
Εκφράσεις επεξεργασία
- ρίχνω μια ματιά: μελετώ
- όταν έχεις χρόνο, ρίξε μια ματιά σ' αυτό το φάκελο.
Συγγενικά επεξεργασία
- αποματιά, απουματίδα (ιδιωματικά)