Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ματιά οι ματιές
      γενική της ματιάς των ματιών
    αιτιατική τη ματιά τις ματιές
     κλητική ματιά ματιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ματιά < μάτι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈtça/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ματιά θηλυκό

  • το βλέμμα
    του έριξε μια ματιά που εννοούσε πολλά

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ρίχνω μια ματιά: μελετώ
    όταν έχεις χρόνο, ρίξε μια ματιά σ' αυτό το φάκελο.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία