Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απουματίδά οι απουματίδές
      γενική της απουματίδάς των απουματίδών
    αιτιατική την απουματίδά τις απουματίδές
     κλητική απουματίδά απουματίδές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απουματίδα < ενδεχομένως από αρχαία ελληνική *ὑπομματίδιον < ὑπο- + *ὀμματίδιον < υποκοριστικό του ὄμμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.pu.maˈti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐που‐μα‐τί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απουματίδα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις απο- και ματιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 59.