glance
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
glance | glances |
glance (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | glance |
γ΄ ενικό ενεστώτα | glances |
αόριστος | glanced |
παθητική μετοχή | glanced |
ενεργητική μετοχή | glancing |
glance (en)
- (αμετάβατο) κοιτάζω κάποιον ή κάτι γρήγορα
- (αμετάβατο) ρίχνω, διαβάζω κάτι γρήγορα και όχι προσεκτικά ή εντελώς
- λάμπω, αστράφτω
- glance off: χτυπάω κάτι στην άκρη και εξοστρακίζομαι υπό μεγάλη γωνία
να μη συγχέονται
επεξεργασία- (λατινικά, διεθνές) glans: βελανίδι, βάλανος
Πηγές
επεξεργασία- glance (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- glance (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 167, 529. ISBN 9780194325684., λήμμα: βλέμμα, ματιά