Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
glance glances

glance (en)

  • (μετρήσιμο) η ματιά, το βλέμμα
    ⮡  at a glance - με μία ματιά
    ⮡  at first glance - με μια πρώτη ματιά
    ⮡  I cast a glance at something.
    Ρίχνω μια ματιά σε κάτι/Ρίχνω το βλέμμα μου σε κάτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη look
ενεστώτας glance
γ΄ ενικό ενεστώτα glances
αόριστος glanced
παθητική μετοχή glanced
ενεργητική μετοχή glancing

glance (en)

  1. (αμετάβατο) κοιτάζω κάποιον ή κάτι γρήγορα
  2. (αμετάβατο) ρίχνω, διαβάζω κάτι γρήγορα και όχι προσεκτικά ή εντελώς
    ⮡  I glance over a letter.
    Ρίχνω μια γρήγορη ματιά σ' ένα γράμμα.
     συνώνυμα: glimpse
  3. λάμπω, αστράφτω
  4. glance off: χτυπάω κάτι στην άκρη και εξοστρακίζομαι υπό μεγάλη γωνία

να μη συγχέονται

επεξεργασία
  • (λατινικά, διεθνές) glans: βελανίδι, βάλανος