Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
glance glances

glance (en)

  • η ματιά, το βλέμμα
    at a glance - με μία ματιά
    at first glance - με μια πρώτη ματιά
    I cast a glance at something.
    Ρίχνω μια ματιά σε κάτι/Ρίχνω το βλέμμα μου σε κάτι.

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας glance
γ΄ ενικό ενεστώτα glances
αόριστος glanced
παθητική μετοχή glanced
ενεργητική μετοχή glancing

glance (en)

  1. κοιτάζω κάτι με μια γρήγορη ματιά
    I glance over a letter.
    Ρίχνω μια γρήγορη ματιά σ' ένα γράμμα.
     συνώνυμα: glimpse
  2. λάμπω, αστράφτω
  3. glance off: χτυπάω κάτι στην άκρη και εξοστρακίζομαι υπό μεγάλη γωνία

να μη συγχέονταιΕπεξεργασία

  • (λατινικά, διεθνές) glans: βελανίδι, βάλανος

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 167, 529. ISBN 9780194325684. , λήμμα: βλέμμα, ματιά