Δείτε επίσης: ἀστράφτω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστράφτω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀστράφτω < αρχαία ελληνική ἀστράπτω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈstɾa.fto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στρά‐φτω

αστράφτω, αόρ.: άστραψα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. λαμποκοπώ, εκπέμπω λάμψη
  2. ρίχνω αστραπές
    ⮡  Ο ουρανός άστραφτε πολύ την ώρα τής καταιγίδας.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία