λαμποκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλαμποκοπώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαμποκοπάω - λαμποκοπώ | λαμποκοπούσα | θα λαμποκοπάω - λαμποκοπώ | να λαμποκοπάω - λαμποκοπώ | λαμποκοπώντας | |
β' ενικ. | λαμποκοπάς | λαμποκοπούσες | θα λαμποκοπάς | να λαμποκοπάς | λαμποκόπα - λαμποκόπαγε | |
γ' ενικ. | λαμποκοπάει - λαμποκοπά | λαμποκοπούσε | θα λαμποκοπάει - λαμποκοπά | να λαμποκοπάει - λαμποκοπά | ||
α' πληθ. | λαμποκοπάμε - λαμποκοπούμε | λαμποκοπούσαμε | θα λαμποκοπάμε - λαμποκοπούμε | να λαμποκοπάμε - λαμποκοπούμε | ||
β' πληθ. | λαμποκοπάτε | λαμποκοπούσατε | θα λαμποκοπάτε | να λαμποκοπάτε | λαμποκοπάτε | |
γ' πληθ. | λαμποκοπάν(ε) - λαμποκοπούν(ε) | λαμποκοπούσαν(ε) | θα λαμποκοπάν(ε) - λαμποκοπούν(ε) | να λαμποκοπάν(ε) - λαμποκοπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λαμποκόπησα | θα λαμποκοπήσω | να λαμποκοπήσω | λαμποκοπήσει | ||
β' ενικ. | λαμποκόπησες | θα λαμποκοπήσεις | να λαμποκοπήσεις | λαμποκόπα - λαμποκόπησε | ||
γ' ενικ. | λαμποκόπησε | θα λαμποκοπήσει | να λαμποκοπήσει | |||
α' πληθ. | λαμποκοπήσαμε | θα λαμποκοπήσουμε | να λαμποκοπήσουμε | |||
β' πληθ. | λαμποκοπήσατε | θα λαμποκοπήσετε | να λαμποκοπήσετε | λαμποκοπήστε | ||
γ' πληθ. | λαμποκόπησαν λαμποκοπήσαν(ε) |
θα λαμποκοπήσουν(ε) | να λαμποκοπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαμποκοπήσει | είχα λαμποκοπήσει | θα έχω λαμποκοπήσει | να έχω λαμποκοπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις λαμποκοπήσει | είχες λαμποκοπήσει | θα έχεις λαμποκοπήσει | να έχεις λαμποκοπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει λαμποκοπήσει | είχε λαμποκοπήσει | θα έχει λαμποκοπήσει | να έχει λαμποκοπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαμποκοπήσει | είχαμε λαμποκοπήσει | θα έχουμε λαμποκοπήσει | να έχουμε λαμποκοπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε λαμποκοπήσει | είχατε λαμποκοπήσει | θα έχετε λαμποκοπήσει | να έχετε λαμποκοπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λαμποκοπήσει | είχαν λαμποκοπήσει | θα έχουν λαμποκοπήσει | να έχουν λαμποκοπήσει |
|