shine
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαshine (en) (μόνο ενικός)
- η λάμψη, η φωτεινή ιδιότητα που έχει κάτι όταν το φως αντανακλάται πάνω του
- ↪ Diamonds never lose their shine.
- Τα διαμάντια δεν χάνουν ποτέ τη λάμψη τους.
- ↪ Diamonds never lose their shine.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | shine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shines |
αόριστος | shone, shined |
παθητική μετοχή | shone, shined |
ενεργητική μετοχή | shining |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shine (en)
- (αμετάβατο) λάμπω, λαμποκοπώ, παράγω ή αντανακλώ φως· είναι φωτεινό
- ↪ The sun is shining.
- Ο ήλιος λάμπει.
- ↪ The stars shone brightly in the night sky.
- Τα αστέρια έλαμπαν λαμπερά στον νυχτερινό ουρανό.
- ↪ The sun made the surface of the lake shine.
- Ο ήλιος έκανε την επιφάνεια της λίμνης να λαμποκοπάει.
- ↪ His eyes were shining with joy.
- Τα μάτια του λαμποκοπούσαν από χαρά.
- ↪ The furniture/the dishes/the floors were shining.
- Τα έπιπλα/τα σκεύη/τα πατώματα λαμποκοπούσαν.
- ≈ συνώνυμα: beam, gleam, glisten, glow, illuminate και radiate
- ↪ The sun is shining.
- (μεταβατικό) ρίχνω ένα φως, στοχεύω ή στρέφω το φως μιας λάμπας κτλ, προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ↪ Somebody shined a light in his eyes.
- Κάποιος του έριξε ένα φως στα μάτια.
- ↪ They shone their searchlights all over the yard.
- Έριχναν τους προβολείς τους σε όλη την αυλή.
- ↪ Somebody shined a light in his eyes.
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | shine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shines |
αόριστος | shined |
παθητική μετοχή | shined |
ενεργητική μετοχή | shining |
shine (en)
- (μεταβατικό) γυαλίζω
- ↪ I am shining my shoes.
- Γυαλίζω τα παπούτσια μου.
- ↪ I am shining my shoes.