Ετυμολογία 1

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

shine (en) (μόνο ενικός)

  • η λάμψη, η φωτεινή ιδιότητα που έχει κάτι όταν το φως αντανακλάται πάνω του
    Diamonds never lose their shine.
    Τα διαμάντια δεν χάνουν ποτέ τη λάμψη τους.
ενεστώτας shine
γ΄ ενικό ενεστώτα shines
αόριστος shone, shined
παθητική μετοχή shone, shined
ενεργητική μετοχή shining
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

shine (en)

  1. (αμετάβατο) λάμπω, λαμποκοπώ, παράγω ή αντανακλώ φως· είναι φωτεινό
    The sun is shining.
    Ο ήλιος λάμπει.
    The stars shone brightly in the night sky.
    Τα αστέρια έλαμπαν λαμπερά στον νυχτερινό ουρανό.
    The sun made the surface of the lake shine.
    Ο ήλιος έκανε την επιφάνεια της λίμνης να λαμποκοπάει.
    His eyes were shining with joy.
    Τα μάτια του λαμποκοπούσαν από χαρά.
    The furniture/the dishes/the floors were shining.
    Τα έπιπλα/τα σκεύη/τα πατώματα λαμποκοπούσαν.
     συνώνυμα:  beam, gleam, glisten, glow, illuminate και radiate
  2. (μεταβατικό) ρίχνω ένα φως, στοχεύω ή στρέφω το φως μιας λάμπας κτλ, προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    Somebody shined a light in his eyes.
    Κάποιος του έριξε ένα φως στα μάτια.
    They shone their searchlights all over the yard.
    Έριχναν τους προβολείς τους σε όλη την αυλή.

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ενεστώτας shine
γ΄ ενικό ενεστώτα shines
αόριστος shined
παθητική μετοχή shined
ενεργητική μετοχή shining

shine (en)