ενεστώτας illuminate
γ΄ ενικό ενεστώτα illuminates
αόριστος illuminated
παθητική μετοχή illuminated
ενεργητική μετοχή illuminating

illuminate (en)

  1. (επίσημο) φωτίζω, λάμπω φως σε κάτι
    ⮡  A candle illuminated the dark room.
    Ένα κερί φώτισε το σκοτεινό δωμάτιο.
    ⮡  The sun rose brilliantly over the horizon, illuminating the sea.
    Ο ήλιος ανέτειλε λαμπρά πάνω από τον ορίζοντα, φωτίζοντας τη θάλασσα.
    ⮡  The street was illuminated by the lights.
    Ο δρόμος έλαμπε από τα φώτα.
    ⮡  The boat was sailing brightly illuminated through the night.
    Το καράβι έπλεε ολόφωτο μέσα στη νύχτα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη shine
  2. (επίσημο) φωτίζω, διαφωτίζω, κάνω κάτι πιο ξεκάθαρο ή πιο κατανοητό
    ⮡  He illuminated the difficult passage in the next.
    Φώτισε το δύσκολο χωρίο του κειμένου.
    ⮡  She illuminated an obscure passage in the Bible.
    Διαφώτισε ένα σκοτεινό απόσπασμα της Βίβλου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη clarify