illuminate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | illuminate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | illuminates |
αόριστος | illuminated |
παθητική μετοχή | illuminated |
ενεργητική μετοχή | illuminating |
Ρήμα
επεξεργασίαilluminate (en)
- (επίσημο) φωτίζω, λάμπω φως σε κάτι
- ↪ A candle illuminated the dark room.
- Ένα κερί φώτισε το σκοτεινό δωμάτιο.
- ↪ The sun rose brilliantly over the horizon, illuminating the sea.
- Ο ήλιος ανέτειλε λαμπρά πάνω από τον ορίζοντα, φωτίζοντας τη θάλασσα.
- ↪ The street was illuminated by the lights.
- Ο δρόμος έλαμπε από τα φώτα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη shine
- ↪ A candle illuminated the dark room.
- (επίσημο) φωτίζω, διαφωτίζω, κάνω κάτι πιο ξεκάθαρο ή πιο κατανοητό
Πηγές
επεξεργασία- illuminate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 233, 492, 956. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαφωτίζω, λάμπω, φωτίζω