Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας clarify
γ΄ ενικό ενεστώτα clarifies
αόριστος clarified
παθητική μετοχή clarified
ενεργητική μετοχή clarifying

  Ρήμα επεξεργασία

clarify (en)

  Πηγές επεξεργασία